πολυεύσπλαγχνος

πολυεύσπλαγχνος
πολυεύσπλαγχνος, ον rich in compassion, of God Js 5:11 v.l.; Hs 5, 4, 4.—DELG s.v. σπλήν.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πολυεύσπλαγχνος — η, ο / πολυεύσπλαγχνος, ον, ΝΜΑ πολύ ευσπλαγχνικός, πολύ συμπονετικός …   Dictionary of Greek

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • πολυευσπλαγχνία — ἡ, Α [πολυεύσπλαγχνος] μεγάλη ευσπλαγχνία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”